- στυγνότης
- στυγν-ότης, ητος, ἡ,A gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3;
βλέμματος Plu.Mar.43
; of the sky, Plb.4.21.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλέμματος Plu.Mar.43
; of the sky, Plb.4.21.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυγνότης — gloominess fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότητα — στυγνότης gloominess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότητι — στυγνότης gloominess fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότητος — στυγνότης gloominess fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότητ' — στυγνότητα , στυγνότης gloominess fem acc sg στυγνότητι , στυγνότης gloominess fem dat sg στυγνότητε , στυγνότης gloominess fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότητα — η / στυγνότης, ητος, ΝΑ [στυγνός] η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυγνού, κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. το να είναι κανείς μισητός … Dictionary of Greek